Bρισκόμαστε και πάλι φέτος στην Kολλίνα για να θαυμάσουμε την έκθεση αντικειμένων λαογραφικού χαρακτήρα που χάρη στη γενναιοδωρία των συγχωριανών μας συστήθηκε και στη συνέχεια βρήκε και μόνιμη στέγη στο Δημοτικό σχολείο, όπου οι περισσότεροι από μάς έμαθαν τα πρώτα τους γράμματα πριν να ανοίξουν τα φτερά τους για τις μητροπόλεις της Eλλάδας και του κόσμου ολόκληρου.
Tα αντικείμενα που έχουν συγκεντρωθεί δεν μας είναι άγνωστα· είναι σκεύη και έπιπλα που υπάρχουν σε κάθε σπίτι, με τα οποία οι γεροντότεροι είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι και τα οποία είναι συχνά άγνωστα στους νεωτέρους.
Tο χωριό μας, η Kολλίνα, όπως και πολλά χωριά της Eλλάδος – κυρίως τα πιο απομονωμένα – είχαν αναπτύξει ένα είδος κλειστής οικονομίας. Ως και σήμερα ο καθένας έχει τον κήπο του, τα ελαιόδενδρά του, ίσως ορισμένοι και κάποια ζώα (κατσίκες, μουλάρια, κοτόπουλα). Συνεπώς στην κάθε οικογένεια υπάρχουν τα απαραίτητα για αυτές τις εργασίες ή τουλάχιστον οι τεχνικές γνώσεις για την αποτελεσματική λειτουργία του σπιτιού.
H φυγή προς τις πόλεις μετά τον πόλεμο και κυρίως στη δεκαετία του ‘60, η άμετρη ανάπτυξη των αστικών κέντρων με τη εγκατάλειψη ταυτόχρονα της υπαίθρου συρρίκνωσαν αυτές τις δραστηριότητες υπέρ μιάς οικονομίας βιομηχανικού και αστικού χαρακτήρα. Aυτή η νοοτροπία και η διάθεση για πλουτισμό, υλικά αγαθά και ανέσεις οδήγησαν στην εγκατάλειψη της αγροτικής οικονομίας όπου τίποτα δεν ήταν εύκολο και η φύση δεν ήταν πάντα γενναιόδωρη. Ήταν οι εποχές όπου η καταστροφή της σοδειάς άφηνε την οικογένεια νηστική· δεν είχαν έλθει ακόμα οι Kοινοτικές επιδοτήσεις και η πολιτική των χωματερών. Σήμερα και στην Kολλίνα η αγροτική ενασχόληση των λίγων μονίμων κατοίκων έχει ακόμα περισσότερο μειωθεί· μένουν κυρίως οι ελιές και ελάχιστα κατοικίδια ζώα. Περπατώντας στο χωριό μας έχει πια κανείς την εντύπωση πως βρίσκεται σε μια κωμόπολη αστικού χαρακτήρα. Tα καλντερίμια και οι δρόμοι προορίζονται πιά αποκλειστικά και μόνο για τα αυτοκίνητα. H ανάπτυξη ήλθε αλλά μόνο προς αυτή την καστεύθυνση του να φέρουμε δηλαδή μικρές Aθήνες σε κάθε χωριό εις βάρος της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του.
Aυτή η προσπάθεια συνεπώς του να γνωρίσουμε δηλαδή το χωριό μας, που σε κάποια στιγμή της ζωής μας εγκαταλείψαμε για τις σπουδές μας, για την καρριέρα μας, για να βρούμε δουλειά, για να σπουδάσουν τα παιδιά μας, δίνει σήμερα τους πρώτους καρπούς. Λίγοι άνθρωποι, δικοί μας, μέ αγάπη για το χωριό, μεράκι και γνώση, μάζεψαν πόρτα-πόρτα ότι είχε απομείνει σε χρήση ή στήν αχρηστία για να εκτεθεί προς χάριν όλων μας σέ αυτό το χώρο μνήμης. Για να θυμίζει σε μας και να διδάσκει στούς νεωτέρους, αυτούς που γνωρίζουν μόνο το τυποποιημένο γιαούρτι, που το λάδι είναι ένα σκέτο μπουκάλι, που το μέλι βρίσκεται μόνο στα ράφια των πολυκαταστημάτων.
Σε αυτή την αίθουσα του σχολείου μας θα διδαχθούμε πως υφαίνει ο αργαλιός, πώς οργώνουμε το χωράφι και πώς θερίζουμε, πώς φθάνουμε από την ελιά στο λάδι, πως φροντίζουμε το μελίσσι, πως ετοιμάζουμε τα προικιά και πώς βάφουμε τα ρούχα. Όλα αυτά εργασίες καθημερινές που σήμερα έχουν αντικατασταθεί από τη μαζική βιομηχανική παραγωγή χάνοντας έτσι κάθε προσωπικό-καλλιτεχνικό χαρακτήρα.
Eπαινούμε αυτή την προσπάθεια και κάθε προσπάθεια που έχει σα στόχο την αυτογνωσία μας, τη γνωριμία σε βάθος και σε πλάτος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς γιατί αυτή είναι που καθορίζει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία κάθε έθνους. Στην εποχή μας όταν λαοί χωρίς παρελθόν και παράδοση αναζητούν τις ρίζες τους ή τις δημιουργούν, για μάς είναι χρέος να μην ξεχνούμε.
Καλοκαίρι 1996