… ῟Ωρες ἐπέρασαν καὶ ἡ κυρα – Ἄννα ἦταν βυθισμένη στὸν ὕπνο· κάποτε, σὰν σὲ ὄνειρο, ἄκουσε νὰ κτυποῦν οἱ καμπάνες, ποὺ ἐκαλοῦσαν τοὺς χριστιανοὺς, στὴ μεγάλη ἑορτή· ὁ ἦχός των ἔφθανε στ’ αὐτιά της χαρμόσυνος, ἀλλὰ μισοσβημένος. Θέλει νὰ σηκωθῇ, νὰ τρέξῃ στὴν ἐκκλησία μὲ τὰ ξυπόλυτα παιδάκια της, ἀλλὰ δὲν τὰ καταφέρνει νὰ ξυπνήσῃ, σὰν νὰ ἦταν ναρκωμένη. Ὁ κόπος, ἡ ἀδυναμία καὶ ὁ πόνος τὴν κρατοῦν μὲ ἄλυτα δεσμά.
Σὲ λίγη ὥρα πάλι ἐνόμισε ὅτι ἐκτύπησαν τὴν θύρα˙ ἦταν ὅμως τόσο βαρὺς ὁ ὕπνος της, ποὺ οὔτε τώρα τὴν ἄφηνε νὰ σηκωθῇ. Κάποιος ἐπέρασε μέσα ἐλαφρὰ ἐλαφρά, σὰν νὰ ἐπατοῦσε στὰ νύχια, νὰ μὴν τοὺς ξυπνήσῃ. Ποιός τάχα νὰ ἦταν; Ἄνοιξε τὰ μάτια της νὰ ἰδῇ· τῆς ἐφάνηκε ὃτι τὰ ἄνοιξε. Καὶ εἶδε τότε ὅτι ὁ ξένος ἦταν ἕνας νέος γλυκός, ξανθός, μὲ μάτια γεμᾶτα συμπάθεια, λέτε καὶ ἦταν ἄγγελος. ῞Εκαμε να φωνάξῃ, να ἐρωτήσῃ ποιός ἦταν αυτὸς μὲ τὴν οὐράνια εὐμορφιά, ἀλλ’ ὁ βαρὺς ὕπνος δὲν τὴν ἄφηνε. Ὁ ἐπισκέπτης ἐπροχώρησε δύο τρία βήματα καὶ ἔβαλε ἕνα χάρτινο κιβώτιο, ἕνα μεγάλο κιβώτιο, ἐπάνω στὸ τραπέζι τοῦ σπιτιοῦ. Ἄπλωσε ἔπειτα στὰ δύο παιδάκια τὰ ἀγγελικά του χέρια, ποὺ εἶχαν στὶς παλάμες κάποια παλιὰ οὐλή. Τὰ ἐχάϊδεψε καὶ ἕνα φῶς ζωηρό, ἀλλ’ ἁπαλὸ καὶ γλυκὸ ἐχύθηκε γῦρο καὶ ἐφώτισε σὰν γελαστὸς ἀνοιξιάτικος ἥλιος˙ τοὺς ἐχαμογέλασε καὶ ἕνα ἄρωμα ἀπὸ ρόδα ἐπλημμύρισε τὸ δωμάτιο. – Χριστέ μου! εἶπε, σὲ ἐγνώρισα απὸ τὶς θεῖες πληγές Σου! Καὶ μὲ καρδιὰ πλημμυρισμένη λαχτάρα καὶ πόθο ἐπετάχθηκε νὰ πέσῃ στὰ πόδια του, νὰ τ’ ἀσπασθῇ, νὰ τὰ βρέξῃ μὲ τὰ δάκρυα της.
Ἀλλ’ ὅταν εὑρέθηκε ὀρθή, ὁ γλυκὸς καὶ ξανθὸς ἐπισκέπτης μὲ τὰ οὐράνια μάτια εἶχε χαθῆ. Τὸ ὄνειρο εἶχε σβήσει‧ μόνο τὸ φῶς τοῦ καντηλιοῦ ἐτρεμόσβηνε στὸ εἰκονοστάσι. Ἔκαμε τὸ σταυρό της καὶ ἔπειτα ἔρριξε μιὰ ματιὰ στὰ παιδιά της˙ ἡ ἀναπνοούλα των ἀκουόταν ἐλαφρά· ἐκοιμῶντο ἥσυχα ἥσυχα, σὰν σὲ θεῖο παράδεισο, εὐλογημένα ἀπὸ τὰ χέρια μὲ τὶς θεῖες πληγές!
Ὅταν ὅμως τὸ βλέμμα της ἔπεσε στὸ τραπέζι, εἶδε ἐκεῖ ἐπάνω ἕνα κιβώτιο χάρτινο, σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἄφησε ὁ θεῖος ἐπισκέπτης. Μὲ ὃλη τὴν ἀδυναμία της ἔτρεξε καὶ τὸ ἐπῆρε στὰ χέρια· τῆς ἐφάνηκε πολὺ βαρύ. Τὸ ἄνοιξε· ὤ! τὸ θαῦμα, χίλια δυὸ καλά.- Χριστέ μου! Χριστέ μου! εἶπε πάλι. Καὶ ἄρχισε να φωνάζῃ μὲ χαρὰ τά παιδάκια της…
[απόσπασμα από “τα Χριστούγεννα των ορφανών” του Νικολάου Κοντόπουλου]
Ο Σύλλογος Φίλων της Σκιρίτιδας
εύχεται τα φετινά Χριστούγεννα να φέρουν γαλήνη στην ψυχή μας, ώστε να προσφέρουμε την αγάπη απλόχερα, να επισκεφθούμε τον πονεμένο βιώνοντας έτσι το πνεύμα των ημερών και προσμένοντας να επισκεφθεί και εμάς η θεία λύτρωση.
Χαρούμενες γιορτές